Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μου έφαγε τον

  • 1 κόπος

    ο
    1) труд, усилие, напряжение; 2) утомление, усталость;

    § χαμένος κόπος — напрасный- труд;

    δεν αξίζει τον κόπο — не стоит (труда);

    μου έφαγε τον κόπο μου — он мне не заплатил за работу;

    λάβετε τον κόπο να περάσετε — проходите, пожалуйста

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόπος

  • 2 τρώγω

    (αόρ. έφαγα, παθ. αόρ. φαγώθηκα, μετχ. πρκ. φαγωμένος) μετ.
    1) есть, кушать; θέλω να φάω я хочу есть;

    τρώγω κρέας (ψωμί) — есть мясо (хлеб);

    τρώγω γερά — обладать хорошим аппетитом;

    τρώγω βιαστικά ( — или στο πόδι) — перехватить, поесть мимоходом, на скорую руку;

    δεν τρώγω τη σαρακοστή — я не ем скоромного во время великого поста;

    2) грызть, прогрызать (о грызунах, червях и т. п.); изъедать, проедать (о моли);
    3) кусать (о собаке и т. п.); 4) изнашивать, истрёпывать; τα έφαγες τα παπούτσια σου ты истрепал свои ботинки; 5) проматывать, растрачивать; проедать; έφαγε τα λεφτά του στίς γυναίκες он все свои деньги истратил на женщин; μου έφαγε την περιουσία μου он промотал моё состояние; 6) перен. поглощать, пожирать;

    αύτη η σόμπα τρώγει πολύ.κάρβουνο — эта печь пожирает много угля;

    αυτό θα μας φάει πολλή ώρα это у нас отнимет много времени;
    7) перен. грызть, мучить, терзать (о заботах и т. п.);

    τον τρώγει η ζήλεια — его мучает ревность;

    8) губить; убивать;
    αυτό τον έφαγε это его погубило; έφαγε πολλούς он многих погубил; 9) претерпевать, выносить; получать наказание;

    τρώγω ξύλο — съесть берёзовую кашу, быть избитым;

    τρώγω φάπες — получить пощёчину;

    τρώγω κατσάδα — получить:

    нахлобучку;
    έφαγε όλη τη βροχή (всю дорогу) он мок под дождём; έφαγε πέντε χρόνια φυλακή он получил пять лет тюрьмы; 10) превосходить, побеждать; τον έφαγα στο τρέξιμο я его победил в беге;

    σ' αυτό τον τρώγω — в этом я сильнее его;

    11) надоедать;
    μου 'φάγε τ' αυτιά он мне все уши прожужжал; 12) τριτοπρόσ. чесаться, зудеть;

    με τρώγει — у меня зуд;

    § τρώγω τα λόγια μου — проглатывать слова;

    τρώγοντας έρχεται η όρεξη — аппетит приходит во время еды;

    τον τρώει η μύτη (или η ράχη) του у него бока чешутся, спина палки просит;
    μ' έφαγαν τα σημάδια я предчувствовал недоброе; (μαύρο) φίδι πού σ' έφαγε! какая муха тебя укусила!; έφαγα τον κόσμο να... я сделал всё, чтобы...; έφαγε το χάπι он попался на удочку; τρώει τα νύχια (или τα μανίκια) του γιά... искать, упорно добиваться чего-л.; τον έφαγε με τα λίμα он его взял хитростью;

    τρώγει τα σίδερα — он рвёт и мечет;

    τρώει το ψωμί χαράμι он дармоед;
    έφαγε το κεφάλι του допрыгался; сам себя погубил; έφαγε τα λυσσιακά του να... он старался изо всех сил, чтобы...; έφαγε της χρονιάς του (или παρά μίαν τεσσαρακοντα) или όσες

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρώγω

  • 3 τρώει

    τό νταούλι (или τό χταπόδι) он получил по первое число;
    έφαγε την παπάρα (или την χυλόπιττα) он остался с носом, ушёл не солоно хлебавши (при сватовстве); τρώει σά λύκος он ненасытен как волк; φάγαμε το βόϊδι και απόμεινε η ουρά του дело близится к концу; τρων τα σάλια τους их водой не разольёшь; δεν τρώει αχερα его на мякине не проведёшь; έφαγε το ψωμί του он изжил себя, устарел; έφαγα το ψωμί του я ел его хлеб; τό τρώω και με τρώει кусок в горло не идёт; η μάννα τρώει και τού παιδιού δε δίνει пальчики оближешь; τρώω έναν περίδρομο наедаться до отвала;

    τρώει τον κόσμο — обыскать весь свет;

    τον τρώει η γλώσσα του у него язык чешется;
    έφαγα τα συκώτια μου я приложил все усилия, я сделал всё возможное; φάτε, μάτια, ψάρια και κοιλιά περ||δρομο погов, око видит, да зуб неймёт; οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν посл, за ошибки родителей приходится расплачиваться детям; άς τρώει η γριά κι' ας μουρμουρίζει ο γέρος погов, не до дружка — до своего брюшка; όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια посл, сильный сколько сможет, столько и сгложет;

    τρώειομαι

    1) — быть съедобным;

    2) быть сносным, терпимым;

    δεν τρώειεται — это нестерпимо;

    3) упорно добиваться, домогаться, стараться изо всех сил;
    φαγώθηκε να 'ρθειμαζί μου он очень хотел прийти со мной;

    μιά ώρα με τρώειεταινάτοβ δώσω δανεικά — он целый час клянчил у меня взаймы;

    4) ссориться, конфликтовать; грызться (прост.);

    τρώειονται σαν τα σκυλιά — они грызутся как собаки;

    5) изнашиваться, истрёпываться;

    § τρώειεται με τα ρούχα του — он вечно брюзжит;

    μήτε ωμός τρώειεται, μήτε ψημένος — с ним каши не сваришь;

    δεν τρώειονται όλα όσα πέτονται — погов, не всё то золото, что блестит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρώει

  • 4 μεγάλος

    η, ο 1.
    1) большой, крупный;

    μεγάλη επιχείρηση — крупное предприятие;

    οι μπότες μού είναι μεγάλες — сапоги мне велики;

    μεγάλο πράμα — большое дело;

    2) великий; крупный, выдающийся;

    μεγάλος φιλόσοφος — крупный философ;

    οι μεγάλες δυνάμεις — великие державы;

    μεγάλοι άνδρες — великие люди;

    αυτός έγινε μεγάλος — он стал большим человеком;

    η μεγάλη εποχή τρύ Περικλή — великая эпоха Перикла;

    3) большой, важный, значительный;

    μεγάλο γεγονός — важное событие;

    μεγάλες δυσκολίες — серьёзные трудности;

    μεγάλες επιτυχίες — крупные успехи;

    μεγάλη προσωπικότητα — важная личность, персона, высокопоставленное лицо;

    προς μεγάλη (μου) έκπληξη (λύπη) — к великому (моему) удивлению (огорчению);

    4) старший; взрослый;

    μεγάλη κόρη — старшая дочь;

    μεγάλες τάξεις — старшие классы;

    τώρα είσαι μεγάλος — теперь ты взрослый;

    5) пожилой, немолодой;

    μεγάλης ηλικίας — пожилой;

    μην τον βλέπεις πού είναι καλοστεκάμενος, είναι μεγάλ — он не так уж молод, как выглядит;

    6) высокий, высокого роста;
    7) большой, многочисленный;

    μεγάλη φαμίλια — большая семья;

    § μεγάλα λόγια — а) громкие слова; — б) пустые обещания;

    μεγάλος φίλος — большой друг;

    μεγάλο πρόσωπο — шутл, (важная) персона, вельможа;

    μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;

    με τούς μικρούς μικρός, με τούς μεγάλους μεγάλος — у него ко всем подход есть, он со всеми умеет держать себя;

    τον έφαγε η μεγάλη ιδέα ирон. — он стал жертвой «великой идеи», мании величия;

    τό μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό — погов, большая рыба пожирает маленькую;

    μεγάλр καράβι μεγάλη φουρτούνα — погов, большому кораблю большое плавание;

    μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πείς — посл, ешь пирог с грибами, да держи язык за зубами;

    2. (οί) вершители судеб; сильные мира сего

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεγάλος

См. также в других словарях:

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • χρονιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * η, Ν 1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος 2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» έμεινε στην ίδια τάξη) 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • τσέπη — η, Ν 1. εσωτερική ή εξωτερική θήκη ενδύματος («ξηλώθηκε η τσέπη τού παντελονιού μου») 2. συνεκδ. η ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη («έφαγε μια τσέπη σταφίδες») 3. φρ. α) «τό έχω στην τσέπη» λέγεται για κάτι που είναι βέβαιο, εξασφαλισμένο («τον… …   Dictionary of Greek

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»